- μετάλλῳ
- μέταλλονmineneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταλλώ — μεταλλῶ, άω (Α) 1. ερευνώ επιμελώς, ζητώ λεπτομερείς πληροφορίες, αναζητώ ή εξετάζω με προσοχή («ἐμοὶ οὐ φίλον ἐστὶ μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι», Ομ. Οδ.) 2. (με αιτ. προσ.) εξετάζω, ρωτώ, ανακρίνω κάποιον 3. προσαγορεύω («ἀντεφθέγξατο δ ἀρτιεπὴς… … Dictionary of Greek
μεταλλῶ — μεταλλάω search carefully pres imperat mp 2nd sg μεταλλάω search carefully pres subj act 1st sg (attic epic ionic) μεταλλάω search carefully pres ind act 1st sg (attic epic ionic) μεταλλάω search carefully pres subj act 1st sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάλλωι — μετάλλῳ , μέταλλον mine neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… … Dictionary of Greek
PACTOLUS — hodie Sarabat, ex tabulis recentiorib. Lydiae fluv. ex monte Tmolo nascens, et per Sardianum agrum in Hermum influens, qui et Chrysorrhoas, ab eo quod aureas secum trahat arenulas, ex quo Midas in eo se lavisset. Plut in Pactolo: Πακτωλὸς ποταμός … Hofmann J. Lexicon universale
μετάλλατος — μετάλλατος, ον (Α) [μεταλλώ] (δωρ. τ. αντί μετάλλητος) αυτός που μπορεί να ερευνηθεί, να εξεταστεί («μεμάντευμαι δ ἐπὶ Κασταλίᾳ εἰ μετάλλατόν τι», Πίνδ.) … Dictionary of Greek